- αφέρπω
- ἀφέρπω (Α)1. φεύγω κρυφά, ξεγλιστρώ2. (γενικά) απομακρύνομαι, αποσύρομαι3. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + έρπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφέρπω — to creep off pres subj act 1st sg ἀφέρπω to creep off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπῃ — ἀφέρπω to creep off pres subj mp 2nd sg ἀφέρπω to creep off pres ind mp 2nd sg ἀφέρπω to creep off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφερπύσαι — ἀφέρπω to creep off aor inf act (attic) ἀφερπύσαῑ , ἀφέρπω to creep off aor opt act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπει — ἀφέρπω to creep off pres ind mp 2nd sg ἀφέρπω to creep off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφερπε — ἀφέρπω to creep off pres imperat act 2nd sg ἀφέρπω to creep off imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπειν — ἀφέρπω to creep off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπεις — ἀφέρπω to creep off pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρποντες — ἀφέρπω to creep off pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπων — ἀφέρπω to creep off pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek